- ξεμαντάλωμα
- το [ξεμανταλώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμανταλωμός — ο [ξεμανταλώνω] 1. το ξεμαντάλωμα 2. μτφ. περιορισμός, περιστολή … Dictionary of Greek